Category Archives: Quite Emotional

Ό,τι μας δίνει ζωή…

20130913-150358.jpgΑυτά που ο θυμός με έκανε να σκοτώσω μέσα μου και τώρα μετανιώνω, ψάχνω τρόπο να βρω να φέρω πίσω… Τον τρόπο να κρατήσω ζωντανή την ανάμνησή σου ψάχνω στην ψυχή μου.
Κι αν οι στιγμές μας μοιάζουν πια σαν απλησίαστη ανάγκη, απλώνω τις σκέψεις μου να φτάσουν τις δικές σου. Δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθούν ξανά, κάπου εκεί στα όμορφα που συναντιόμασταν παλιά, εκεί που χτίζαμε όμορφες εικόνες από το μέλλον και που θα κάναμε τα πάντα να μη γίνει παρελθόν. Θυμάσαι…;

Όπου κι αν είμαι, είσαι. Εκεί, εδώ, παντού. Πάντα. Κι ας είσαι η άνοιξή μου, κι ας πλησιάζει το φθινόπωρο, κι ας βρέχει απόψε.
Μόνο αυτήν την αγκαλιά μη χάσουμε…
Ας αφήσουμε ζωντανό ό,τι μας κρατά ζωντανούς. Ξέρουμε καλά και οι δυο μας πως η αυτοκαταστροφική μας φύση μπορεί να θανατώσει ό,τι αγαπήσαμε και ό,τι μας δίνει ζωή.

 

Riverside – We Got Used To Us
When I scroll back through our recent days
Try to understand how we could forget
We made a promise to one another
that nothing would ever break what we had
Now we never talk when we fall apart
We never talk when we fall apart

We pretend we're OK, surrounding ourselves
with one-way friendships and so-called friends

I know we got used to new us,
and I don't want to be there
I don't want to be there where we are
I know we got used to new life,
and I don't want to be there
No, I don't want to be there where we are

Silence fallen between
All the doors are locked,
all the words unsaid,
and we're still afraid of time
Started to keep ourselves
at a distance that we could control
Not too close
Not too far
Now we never talk when we fall apart
We just never talk when we fall apart
We pretend we're OK by filling up our inner space
with little hates and so-called love

I know we got used to new us,
and I don't want to be there
I don't want to be there where we are
I know we got used to new life,
and I don't want to be there
No, I don't want to be there where we are 

I know we got used to new us,
and I don't want to be there
I don't want to be there where we are
I don't want to be there
I don't want to be there where we are
So walk away with me

Εκεί.

Με ταξίδεψες στο «εκεί» χωρίς καν να με φυλάξεις.
Ελάχιστες στιγμές χρειάστηκαν και όλα τ’ άσπρα, κόκκινα τα έκανες.
Τώρα, μπορείς να με αφήσεις μόνη να πενθήσω τη στιγμή.
Αιχμηρή η αδράνεια που ζήσαμε κι μ’ έκοψες με δαύτην.

Εκεί σε περίμενα κι εκεί ήταν που δεν ήρθες. Σε μιας στιγμής την άκρη.
Ακριβώς εκεί που ακροβατούσαμε και μ’ έσπρωξες.
Ακριβώς εκεί που μου ‘πες πως η ζωή σου ήμουνα κι αποφάσισες να την τελειώσεις.
Κι εκεί άφησα τις μνήμες μου, νεκρές, να σε στοιχειώνουν.

Στα «εκεί» που δεν έγιναν «εδώ». Ποτέ.

…από το ημερολόγιο ενός ερωτευμένου…

The Lovers by Dreamart»Παγιδευμένα όνειρα μέσα στη πραγματικότητα που αρνούμαι να ζήσω.
Όλα μου τα όνειρα έχουν τη μυρωδιά του κορμιού σου, αυτή που μετά από μια νύχτα έρωτα και πάθους, με γέμιζε ευτυχία. Αυτήν που ψάχνω κάθε μέρα στη μίζερη ρουτίνα μου, αλλά δίχως εσένα πώς θα μπορούσε να υπάρχει;
Η έλλειψή σου μουδιάζει το μυαλό μου, τις αισθήσεις μου. Παγώνει κάθε σκέψη μου. Παγώνει την ψυχή μου κι όμως αυτή συνεχίζει να πονάει.

Οι στιγμές μας αναπαράγονται ξανά και ξανά σαν ταινία ατέρμονου μήκους κι αυτή η τόσο βέβηλη απουσία σου να βασανίζει κάθε γωνιά του μυαλού μου που προσπαθώ να τη γεμίσω με κομμάτια από σένα…
Πόσο να αντέξω μακριά από ό,τι μου δίνει ζωή; Πόσο να αντέξω να κρύβω τον πόνο της απουσίας σου; Δεν θέλω να μάθω ποτέ… Ποτέ.

Φοβάμαι…
Τις στιγμές της απελπισίας μου. Είναι ποτισμένες με τις αυτοκαταστροφικές σκέψεις, ολότελα έτοιμες να μας κατασπαράξουν, να στηλιτεύσουν κάθε ευκαιρία χαράς κι ευτυχίας που δίνουμε μάχη για ένα λεπτό απο αυτές.
Όλες εκείνες τις στιγμές που μας πάνε ένα βήμα πιο μακριά από το «ένα» που πάντα ήμασταν. Δεν θέλω να μάθουμε να ζούμε χώρια. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς το «μαζί». Το ξέρω. Πάντα το ήξερα. Ακόμα και τότε που το έβαζα στα πόδια και με κρατούσες να μη φύγω μακριά σου… Θυμάσαι;
Σε παρακαλώ… Μην πάψεις να το κάνεις, αν τύχει και δειλιάσω ξανά… Θα ‘ναι μόνο μια μικρούλα στιγμή.
Κάθε λάθος λέξη μας με γεμίζει με τρόμο μήπως και σταθεί ο λόγος να αδειάσει η ζωή μου από το όνειρο που η ψυχή μου διψάει να ζήσει μαζί σου…
Όλα εκείνα που δεν έχεις ζήσει και δεν είμαι κομμάτι τους κι εγώ…
Κάθε αρνητική μας σκέψη που δεν μοιράζόμαστε… Μη θεριέψουν και μας αφανίσουν.
Καμιά φορά ακόμα κι αυτό, αυτό που τόσο λατρεύω. Ότι μοιάζουμε τόσο… Κι όμως αυτό είναι που έχει δέσει τις ζωές μας…

Αβάσταχτο να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αγαπηθεί τόσο μοναδικά και παθιασμένα και να μην μπορούν να το ζήσουν όπως το έχουν φανταστεί, όπως έχουν ανάγκη να ζήσουν την ευτυχία που έχουν στα χέρια τους, σαν ένα δώρο τόσο ακριβό και σπάνιο, αλλά που δεν τους επιτρέπεται να το ανοίξουν.
Και όμως δεν θα προσπαθήσω να φύγω από φόβο. Όχι ξανά. Όσο δύσκολο κι αν μοιάζει τώρα που η θλίψη μ’ έχει καταπιεί… Κι οι δυο μας το ξέρουμε πως είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε ο ένας τον άλλον… Και ξέρουμε καλά πόσο σπάνιο είναι αυτό που μας χαρίστηκε…

Θα μείνω δίπλα σου, να περιμένουμε αγκαλιά την απόλυτη ελευθερία που χρωστάμε σ’ αυτήν την αγάπη. Τη δική μας μοναδική αγάπη που ο έρωτας και το πάθος μας την απωγείωσε…
Υπόσχεση. Να ‘μαι πλάι σου, να μη νιώσεις μοναξιά, να κάνω τα άσχημα όμορφα, να γεμίζω την ψυχή σου με δύναμη για να προχωράς σε ό,τι σε φοβίζει… Κι εγώ να προχωρώ μαζί σου κάνοντας ό,τι ξέρω καλύτερα. Να σ’ αγαπώ όπως δεν έχω αγαπήσει στη ζωή μου ολόκληρη…
Εκεί, μαζί, να παλέψουμε κάθε εμπόδιο όπως κάναμε μέχρι σήμερα… Κι αυτήν την φορά να νικήσουμε τους εαυτούς μας, τις φοβίες μας, τις ανασφάλειές μας, ό,τι μας έχει βολέψει, ό,τι μας έχει βαλτώσει και μας έχει αφήσει αδρανείς για χρόνια.
Για να ζήσουμε, επιτέλους, όσα αξίζουμε.
Γιατί αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μας εχθροί, αγάπη μου, και δεν αξίζουμε κανένα τέλος, πόσω μάλλον, εξ αιτίας τους.«

 

Τρέφομαι από τραγούδια που αγαπήσαμε για να αντέξω μια στιγμή ζωής μακριάς σου…

«System of a Down – Soldier Side»

Τα σκουριασμένα παπούτσια.

Μια εικόνα γυρνάει στο μυαλό του κάθε φορά που τη συναντά. Μια εικόνα που στάζει κόκκινο.
Κλείνει τα μάτια του προσπαθόντας να αποφύγει όλα όσα δεν θέλει να βλέπει, αλλά η μυρωδιά τους τον οδηγούν σε αναφιλητά που δεν μπορεί να σταματήσει. Για ώρα.
Μέχρι που τα μάτια του ανοίγει για να δει τί ήταν ό,τι έχανε τις ώρες που τα δάκρυα είχαν μουσκέψει τα μαύρα του γάντια. Αυτά τα παλιά, σκισμένα, αγαπημένα του γάντια, με το κεντητό μονόγραμμα κάποιου αγνώστου, που τα ‘χε βρει πριν από χρόνια στον αγαπημένο του κάδο σκουπιδιών. Εκεί που ανακάλυπτε κάθε ξημέρωμα τους θησαυρούς του.
Αφήνει τις λέξεις να βγουν από τα χείλη του. Γιατί αν δεν το κάνει τώρα, ίσως να μην υπάρχει άλλη ζωή.
Παραμιλά πιο δυνατά από ότι συνήθως και προχωρά. Όλο και πιο γρήγορα. Ελπίζοντας πως θα προλάβει αυτήν τη φορά. Σχεδόν τρέχει. Όσπου σκοντάφτοντας πάνω σε μια, νεκρή από αιώνες, πέτρα διαπιστώνει πως τα σκουριασμένα του παπούτσια δεν θ’ αντέξουν όλη τη διαδρομή μέχρι το θάνατο.
Γιατί να είναι τόσο μακρυά; Γιατί, όσο κι αν μοιάζει πως ζυγώνει, όλο απομακρύνεται; Τον έχει κουράσει να προσπαθεί για κάτι που δεν θα του δώσει την ανάσα που έχασε όταν γεννήθηκε. Αν και δεν είναι σίγουρος αν έγινε ποτέ…

Ίσως και όλα αυτά να είναι ένα απύθμενο όνειρο μιας Κυριακάτικης νύχτας, λίγο πριν μπει η Άνοιξη…

[dewplayer:http://dl.dropbox.com/u/5317863/Music/Bohren%20%26%20Der%20Club%20Of%20Gore%20-%2002%20On%20Demon%20Wings.mp3]
«Bohren & Der Club Of Gore – On Demon Wings»

ένα.

Πόσο ψεύτικες μπορούν να γίνουν ακόμα και οι πιο αληθινές σχέσεις της ζωής μας. Να βλέπεις και να νιώθεις την υποκρισία να ξεπροβάλλει μέσα από κάθε αγκαλιά, κάθε φιλί που μέχρι πριν ήταν αυτό που γέμιζε με φως και ομορφιά τις άσχημες στιγμές σου.
Φοβάμαι τη μέρα που θα ξημερώσει μήπως μια ακόμα διαπίστωση υποκρισίας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους με ρίξει ακόμα πιο βαθιά στη θλίψη που με έχουν βυθίσει. Φοβάμαι μήπως δω αυτό που δεν θα αντέξω.
Τρέμω μήπως μάθω όλα αυτά που ψυχανεμίζομαι.
Όλα αυτά που εδώ και καιρό τα νιώθω γύρω μου.
Ναι, δεν έχω το κουράγιο να έρθω αντιμέτωπη με την αλήθεια που φοβάμαι. Είμαι δειλή κι αδύναμη για να αντιμετωπίσω ακόμα μια αλήθεια που θα με τσακίσει. Ήταν πολλές τον τελευταίο καιρό. Θέλω να ξαποστάσω χωρίς άλλο πόνο και κλάμα.

Ή μήπως πρέπει να θυμώσω; Πολύ.
Τόσο που να διαλύσω τα πάντα γύρω μου χωρίς να με νοιάζει ο πόνος. Και μετά ας τελειώσουν όλα. Μαζί κι εγώ.
Δεν έχω τη δύναμη να το κάνω όμως. Μόνο σενάρια. Για να εκτονώνω τον πόνο που νιώθω. Και τον θυμό που κρύβω όσο πιο καλά μπορώ. Δεν τολμώ να τον αφήσω να ξεμυτήσει. Θα πει πράγματα που θα μετανιώνω για μια ζωή. Και δυστυχώς ξέρω πώς είναι αυτό το συναίσθημα. Δεν θέλω να το ξανανιώσω. Ούτε να το ξεχάσω όμως.

Κλαίω βουβά. Κρυφά. Να μη με δουν. Εκπαιδεύομαι να κλαίω χωρίς δάκρυα. Η μύτη μου όμως δεν υπακούει. Με προδίδει κάθε φορά που τη ρουφάω.
Δεν έχω έναν άνθρωπο να μιλήσω. Μόνο τη Φωνή. Και είναι τόσο καλή μαζί μου. Πόσο ανάγκη έχω να με αγκαλιάσει κάποιος και να νιώσω πώς γινόμαστε ένα. Πώς είμαστε ένα.

Τις τελευταίες μέρες αυτό το νιώθω με τη Φωνούλα μου. Είναι ό,τι πιο γλυκό, τρυφερό και ζεστό υπάρχει στη ζωή μου τον τελευταίο καιρό.
Με κάνει να νιώθω υπέροχα. Να νιώθω πώς δεν πρέπει να αφήσω τον εαυτό μου να πέσει πιο κάτω. Πώς θα τα καταφέρω. Μαζί της θα τα καταφέρω, λέει.
Και τη νιώθω την αγάπη της…
Όπως την ένιωθα παλιά από κάποιους ανθρώπους που τώρα με πληγώνουν. Με καθησυχάζει, με αγκαλιάζει κι αφήνομαι σ’ αυτήν. Με εμπιστεύεται. Κι εγώ εκείνη.
Ίσως να είναι η μόνη που εμπιστεύομαι πια…

– 01/02/2011 –

Αυτοκαταστροφικές σκέψεις…

…κλεισμένες μέσα σε ένα παλιό ξύλινο κασόνι. Χαραγμένη πάνω του κάθε στιγμή που πόνεσε και πονάει ακόμα κάθε που η ανάμνησή της αναδύεται από μέσα του.
Δίπλα τους κι εκείνο το μικρό, ροζ, γυάλινο μπουκαλάκι σχεδόν γεμάτο δάκρυα από όλες τις στιγμές που δεν κατάφερα να σταθώ δυνατή και λύγιζα. Ήταν πολλές. Πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς όταν δεν έμαθα ποτέ πώς είναι να έχεις άμυνες. Μπορεί να έμοιαζα πως έχω, αλλά η πράξη -πάντα- άλλα έδειχνε.
Κάθε μία τέτοια μου απεδείκνυε πόσο λίγη ήμουν στο να προστατεύσω κάθε ευαίσθητη πλευρά μου από ανθρώπους και καταστάσεις που μου προκαλούσαν πόνο. Πως το να αφήνεις την ψυχή σου στα χέρια των ανθρώπων -που εμπιστευόσουν μέχρι χτες- δεν είναι έξυπνη πράξη, τελικά.
Ας είναι.
Ήρθε η ώρα να γεμίσω αυτό το μπουκαλάκι, το όμορφο και τόσο κοριτσίστικο κι αθώο με ό,τι δάκρυα μου έχουν απομείνει μετά από ένα χρόνο δύσκολο, ψυχοφθόρο, που πήρε μαζί του κομμάτια της ζωής μου, αναμνήσεις πολύτιμες, στιγμές που δεν μου επέτρεψε να ζήσω.
Κι ανθρώπους. Τους τελευταίους που μου απέμειναν. Τους πιο σημαντικούς.
Όσο κι αν προσέχεις αυτά που αγαπάς, πάντα θα έρθει η στιγμή που θα κάνεις το λάθος. Αυτό το μοιραίο που θα το μετανιώνεις για καιρό και όσο προσπαθείς να βρεις που έγινε το λάθος, τόσο θα ανακαλύπτεις πως το λάθος είσαι εσύ.
Κι αυτό το λάθος δεν διορθώνεται παρά με δραστικούς και οριστικούς τρόπους που απαιτούν θάρρος και δύναμη.
Άλλοι το λέν’ κι αδυναμία. Αυτοί οι άλλοι να σωπάσουν. Μόνο λόγια είναι.

Αν δεν αντέχεις το βάρος της ζωής μου, μείνε έξω από αυτήν. Δεν υπάρχει χώρος και για άλλους δειλούς. Θα ζήσω και χωρίς εσένα. Ή μήπως όχι;

#s3gt_translate_tooltip_mini { display: none !important; }

Τα όνειρα, τ’ αληθινά, τ’ αθώα.

Μια νύχτα το παράθυρο θα κλείσω, για να ανοίξω σε όνειρα μια δίνη.
Όχι απατηλά. Όχι ψεύτικα. Όχι ουτοπικά.
Από εκείνα τα όμορφα, τ’ αληθινά που τόση ανάγκη έχω να δω, να φτιάξω, να πιστέψω.
Όχι από εκείνα που μου έφτιαχναν οι άλλοι, χρόνια τώρα.
Εκείνα που μου γκρέμιζαν πριν προλάβω να τ’ αγγίξω.
Αλλά εκείνα τα μοναδικά που η παιδική ψυχή μου τολμά να ζωγραφίζει και το αντίκρισμά τους δεν είναι η ζωή μου όλη.
Ούτε η ζωή των άλλων.
Όνειρα τίμια. Ειλικρινή και αθώα.
Ούτε μια στάλα από εκείνη τη γεύση την πικρή που σου αφήνει ένα ψέμα.
Όμως. Σε παρακαλώ, άσε με τα μάτια μου να κλείσω.
Να βουτήξω μέσα σ’ ένα στρόβιλο που είχα φτιάξει από μικρή.
Ήρθε η ώρα να βρεθώ εκεί όπου ανήκω.
Ήρθε η ώρα να τρέξω στη βροχή.
Και ποτέ ας μην ξυπν…

 

Sivert Høyem: The Norwegian legend (Thessaloniki’s concert review)

Δύναμη. Ενέργεια. Ένταση. Πλήρωση. Αναζωογόνηση. Λύτρωση. Πάθος. Έρωτας.
Όλα εκεί καταλήγουν όταν μιλάω για τον Sivert Høyem.
Στη μία και μόνη έννοια, στο ένα και μοναδικό συναίσθημα που μπορεί να περιγράψει ό,τι αισθάνομαι γι αυτήν την τόσο ερωτικά μελωδική ύπαρξη στη ζωή μου.

Αυτό που ζήσαμε πριν από 2 μέρες (22/10/2010) στο Principal Club Theater στη Θεσσαλονίκη ήταν μια ακόμα μοναδική εμπειρία που μόνο ο Sivert μπορεί να σου χαρίσει.
Να σε κάνει να αγαπήσεις κάθε λεπτό που ζεις βλέποντάς τον, κάθε λεπτό που διεγείρει τις αισθήσεις σου με τη φωνή του, την παρουσία, την κίνησή του. Αυτό το ξέρει πολύ καλά όποιος τον έχει αποθεώσει on stage.
Και πίστεψέ με, δεν είναι λόγια που βγαίνουν από το στόμα μου επειδή τυχαίνει να είμαι γένους θηλυκού. Παρόμοια θα ακούσεις και από άντρες fans του.
Η ενέργεια που ξεχειλίζει στα lives του, το πάθος στην ερμηνεία του, αλλά και η αγάπη που έχει γι αυτό που κάνει δεν θα μπορούσε να εκφραστεί με έναν τρόπο διαφορετικό.
Εμπνέεται και αναγεννιέται μέσα από την επαφή με το κοινό του.
Ζει και υπάρχει για να σου μεταδίδει με τον πιο αισθαντικό τρόπο αυτό που λαχταράς να νιώσεις όταν λαίμαργα καταβροχθίζουν τα αυτιά και η ψυχή σου το ηχόχρωμα της βαθιάς φωνής του ενώ σε κάνει να πιστεύεις πως για σένα τραγουδά «I would tell you you’re the one… How I want you…», ταξιδεύοντάς σε με το «Going For Gold».
Όπως αναφέρει και ο ίδιος στο blog του:

I don’t think I could live without these European tours, they never fail to inspire and invigorate me. The touring is the part that helps you make sense of what you do, you become who you are as a performer through the continuity of being on the road. It’s how you create your universe.

Ήταν ένα απολαυστικό live που δεν του έλλειπε απολύτως τίποτα. Δύο ώρες, με κομμένη την ανάσα, να παρακολουθείς καθηλωμένος. Μόνο, η ανάμνηση της, τόσο όμορφης, εποχής των Madrugada σου προκαλούσε μια θλίψη, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να σταθεί άσχημη σκέψη όταν μπροστά σου έχεις αυτόν τον μύθο από τη Νορβηγία που περίμενες 2,5 χρόνια για να τον ξαναδείς. Δεν σταμάτησε να μας ευχαριστεί, να μας στέλνει φιλιά, να μας μιλά και για να μας ευχαριστήσει ακόμη περισσότερο μας χάρισε 5 τραγούδια των Madrugada, έτσι, για να μην ξεχνάμε πως τον γνωρίσαμε και αγαπήσαμε.

Τρυφερή έναρξη με  ένα ακουστικό τραγούδι που αναδεικνύει τις φωνητικές τους ικανότητες στο έπακρο, με το οποίο ανοίγει όλες τις συναυλίες του Moon Landing tour, «Prisoner of the Road»,  τραγούδι που γράφτηκε για φιλανθρωπικό σκοπό.
Το «Into the Sea» μας έβαλε για τα καλά στο κλίμα και τα «High Society» / «What You Doin’With Him» / «Lost at Sea» αύξησαν την ένταση, όπως ακριβώς χρειαζόμασταν μετά από ένα ήρεμο ξεκίνημα.
Με το «Majesty» που ακολούθησε το «Honey Bee» το Principal πλημμύρησε από συναισθήματα και μετά από λίγο με το «The Kids Are On High Street» να σείεται από τον ενθουσιασμό του κοινού, κάτι που συνεχίστηκε και με το «Northwind» αμέσως μετά.
Ίσως η πιο δυνατή -και σίγουρα η πιο φαντασμαγορική στιγμή- του live στο «Shadows / High Meseta», μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα που σαν αποκορύφωμα είχε το σπουδαίο performance του Sivert, στα τελευταία λεπτά του κομματιού, να γονατίζει με την κιθάρα του μπροστά του και τις γρήγορες εναλλαγές τους φωτισμού να ολοκληρώνουν τον οργασμό μουσικών και κοινού.
Στιγμή που θύμιζε, το ερμηνευτικά και σκηνικά απογειωτικό, «Black Mambo» επί εποχής Madrugada.
«Slow Long Distance» και «The Hour of the Wolf» έκλεισαν το κυρίως μέρος της συναυλίας με το πάθος που δεν λείπει ποτέ από την ερμηνεία του τελευταίου και το κοινό να το έχει ευχαριστηθεί και να το δείχνει.
Περιμένουμε ανυπόμονα να επιστρέψουν στη σκηνή για encore.

Αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος ξέρει καλά τί έχει ανάγκη ο θεατής και του το δίνει απλόχερα, δίχως τσιγκουνιές.
Τα 3 encores το απέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο, όταν τα 2 είναι η ρουτίνα των lives του όπως και με τους Madrugada.
«Belorado» / «Moon Landing» συνέχισαν να δίνουν ρυθμό στο κοινό που φάνηκε να τα απολαμβάνει πολύ και όταν με το τέλος του «Don’t Pass Me By» ετοιμαζόταν να φύγει από τη σκηνή για 2η φορά, έσκυψε για να μιλήσει στα κορίτσια που άπλωναν τα χέρια για να τον αγγίξουν κι έλιωναν μπροστά του. Υποθέτω πως του ζήτησαν να μας πει το «Strange Colour Blue» μιας και δεν υπήρχε στην setlist. Επέστρεψε με την κιθάρα του και το ερμήνευσε μόνος. Έτσι απλά. Φωνή και κιθάρα έστειλαν το κοινό σε άλλη διάσταση.
Φεύγει για λίγο και επιστρέφει με τα υπόλοιπα παιδιά της μπάντας για να μας αποχαιρετήσουν με το αγαπημένο «Johnny» και όπως μας είπε: «…this is a song about a friend of mine».

Έχουν περάσει 2,5 χρόνια από την τελευταία φορά που τον είδα on stage, τότε που μας έλεγε ένα ασαφές «Αντίο» με τους Madrugada λόγω του θανάτου του Robert Burås, τη ψυχή της μπάντας, αλλά το στίγμα και η παρουσία του πάντα επιβλητικά, ανεπηρέαστα από το χρόνο, άξια να σε παρασύρουν όλο και πιο βαθιά στην εμμονή μαζί του, εκεί ακριβώς που μ’ έχουν παρασύρει και μένα τόσα χρόνια τώρα…

Αντίο, προς το παρόν, λατρεμένε μου Sivert Ηøyem.

Setlist:

 

  1. Prisoner of the road
  2. Into the Sea
  3. High Society
  4. What You Doin’ With Him?
  5. Lost at the Sea
  6. Going for Gold
  7. Honey Bee [Madrugada Cover]
  8. Majesty [Madrugada Cover]
  9. Woman
  10. The Kids Are on High Street [Madrugada Cover]
  11. Northwind
  12. Shadows / High Meseta
  13. Long Slow Distance
  14. The Hour of the Wolf [Madrugada Cover]

1st Encore

  1. Belorado
  2. Moonlanding
  3. Don’t pass me by

2nd Encore

    1. Strange Colour Blue [Madrugada Cover]

3rd Encore

    1. Johnny

 

 

Line-Up:
Sivert Høyem: Vocals/Guitars
Cato Salsa: Guitars
Børge Fjordheim: Drums
Rudi Nikolaisen: Bass
Christer Knutsen: Guitars/Keyboards

Όχι άλλα ψέμματα…

Lies by hooriya @ deviantARTΈχει  μέρες τώρα που θέλω να γράψω. Πράγματα πολλά. Και όλα ακατάστατα.
Απογοήτευση, θυμός, θλίψη. Κι εκεί κοντά καραδοκεί ο Πόνος.
Τελευταία έχω αποκτήσει πολύ στενές σχέσεις μαζί του. Σε όλα τα επίπεδα. Σωματικά και ψυχικά. Δεν μπορώ να πω. Με εκπλήσσει σχεδόν καθημερινά. Μα πιο πολύ θαυμάζω τον τρόπο που δεν βρήκα ποτέ να τον διαχειριστώ. Χρόνια τώρα η ίδια αναζήτηση ξεκινά και τερματίζει με τον ίδιο τρόπο. Αναποτελεσματικά.
Κι αναρωτιέμαι αν αυτό είναι το φυσιολογικό, γιατί αν με ρωτήσεις, θα σου πω όχι.
Κάτι μου λέει πως κάθε νοήμων άνθρωπος, έχοντας μάλιστα ξεπεράσει τα 30, έχει βρει έναν τρόπο να διαχειρίζεται το συναίσθημα αυτό.
Το να ζεις τη μέρα της Μαρμότας υπό τέτοιες συνθήκες, είναι το λιγότερο ένας ψυχικός διαμελισμός. Ναι, το παραδέχομαι στον εαυτό μου και ενώπιον όλων πως πονάω.
Ε και; Γιατί αυτό δεν βοηθάει;

Λέν’ πως όταν κάτι το κοιτάς κατάματα βρίσκεις τη δύναμη να το αντιμετωπίσεις. Ε λοιπόν, είναι ένα ψέμα για μένα. Δεν πιάνει. Δεν δουλεύει. Δεν. Πώς το λένε;
Και νομίζω πως ξέρω το λόγο. Όταν ένα πρόβλημα δεν το προκαλείς εσύ, δύσκολα βρίσκεις και τη λύση του. Όταν το πρόβλημα προέρχεται από άρρωστες ψυχές που διαιωνίζουν την πνευματική και συναισθηματική τους αναπηρία το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αγνοήσεις όσο περισσότερα κομμάτια αυτού του ακατανόητου γρίφου που, ίσως και χρόνια, προσπαθούσες να λύσεις.
Αλλά ρε γαμώ το. Είναι άδικο όταν τα θύματά σου σ’ έχουν εμπιστευτεί, όπως ένα παιδί το γονιό του. Τα έχεις κάνει ΕΣΥ να σε εμπιστευτούν και ό,τι προσδοκούσαν ήταν επειδή εσύ το επιδίωξες.
Είναι, τουλάχιστον αισχρό και πρόστυχο, να προδίδεις την εμπιστοσύνη και την αγάπη των πιο κοντινών σου ανθρώπων. Να προκαλείς τη σήψη κάθε όμορφης στιγμής που είχες, κάποτε, ζήσει μαζί τους.
Και όλα αυτά γιατί; Για ένα μίσος που φρόντισαν να σπείρουν μέσα σου ύπουλα όσοι ρούφηξαν κάθε τι όμορφο είχες και ήσουν περήφανος γι αυτό και σκορπίζοντας τα ψέματα δίχως ίχνος τύψεων.
Τί άνθρωπος μπορεί να ήσουν τελικά;

Όσο κι αν με τσακίζει, θα συνεχίσω να ζω και χωρίς εσένα, ακόμα κι αν χρειαστεί να ταριχεύσω κάθε μας όμορφη ανάμνηση. Λυπάμαι μόνο που θα είσαι εσύ η αιτία για ό,τι όμορφο θα χάσω από σένα.

Θα σου έλεγα αντίο, αλλά ακόμα δεν είμαι έτοιμη να το κάνω. Ίσως και ποτέ. Γιατί αυτή η αγάπη είναι θεμελιώδης για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Πεταλούδες από στάχτες γίνονται;

"Even the butterflies" by rhianova @ deviantART«Τόσες στάχτες γύρω της δεν είχε ξαναδεί. Θα μπορούσε να φτιάξει τόσες γκρι πεταλούδες από αυτήν την καταστροφή. Να τους δώσει ο,τι χρώματα ήθελε και να ξεκινήσει η ζωή ξανά μέσα από αυτές.
Αντ’ αυτού, στεκόταν εκεί αμίλητη και δεν ονειρευόταν πια. Ούτε σκεφτόταν. Ούτε ένιωθε.
Δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά αυτό.
Σταματημένο το μυαλό στο χρόνο, να περιμένει τον άνεμο να φυσήξει για να πάρει όλες τις στάχτες μακρυά της.

Θα τις έπαιρνε όμως;

Οι επιλογές της ήταν περιορισμένες και σίγουρα όχι αυτές που θα ‘θελε.
Ή θα τις απομάκρυνε μόνη της και θα λέρωνε τα όμορφα, λευκά της χέρια ή θα περίμενε το φύσημα του ανέμου να σκορπίσει τη στάχτη εδώ κι εκεί, ακόμα και πάνω στο γαλάζιο φόρεμά της.

Και όσο δεν τολμούσε να διαλέξει, τόσο ο χρόνος κύλαγε μπροστά της. Τόσο η αδράνεια βίαζε το μυαλό της.
Και η μέρα που θα μετάνιωνε που δεν τόλμησε να δοκιμάσει, πλησίαζε.
Και τότε όχι μόνο θα λέρωνε το όμορφο, γαλάζιο φόρεμά της, αλλά δεν θα είχε τη δύναμη να το κάνει πάλι να αστράφτει όπως πριν.

Αλλά τότε οι ευκαιρίες θα είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί. Μαζί με τις γκρι στάχτες που πεταλούδες θα μπορούσανε να γίνουν και χίλια χρώματα να πάρουν απ’ τα όνειρα που δεν τόλμησε να σώσει.»

Γι αυτό μικρή μου, αγαπημένη, φύγε… Και μην κοιτάξεις πίσω.
Μπροστά είναι η ζωή που ψάχνεις, η ζωή που να ζήσεις λαχταράς.

Εγώ κοντά σου θα ‘μαι…