Χανόταν στις σκέψεις από νωρίς το πρωί. Τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να της τραβήξει την προσοχή από το προηγούμενο βράδυ. Σα να είχε κολλήσει ο χρόνος εκεί και ζούσε ξανά και ξανά όλη εκείνη την φρίκη που είχε συναντήσει μπροστά της.
Υπέφερε, αλλα δεν είχε κανέναν να το μοιραστεί. Μερικά πράγματα δεν λέγονται. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεστομίσεις τέτοιες αδυσώπητες αλήθειες, πουθενά.
Και όσο οι σκέψεις την έπνιγαν, τόσο οι εικόνες γιγάντωναν μπροστά της. Αθώες ψυχές πασαλειμένες με την αρρώστια, σαλεμένα μυαλά να διεκδικούν το μερτικό τους από εκεί που δεν τους ανήκει, βιάζοντας τη Ζωή και την Ελευθερία.
Κι ενώ οι ώρες περνούν, ο θυμός και η οργή δεν αφήνουν χώρο σ’ άλλο συναίσθημα. Έτσι γίνεται συνήθως. Η ανθρώπινη ψυχή με θυμό και οργή αντιδρά στον πόνο. Το φάρμακό της για λίγο, αλλά όχι για πάντα.
Όχι για πάντα…;
Το κουδούνι την τρομάζει και αρπάζοντας ένα βαρύ βιβλίο που ξεφύλλιζε με μανία μερικά δευτερόλεπτα πριν, κατευθύνεται στην πόρτα. Πάντα ήθελε να βάλει ένα «ματάκι» και τώρα ήρθε η στιγμή να το μετανιώσει που δεν το έκανε ποτέ.
Ανοίγει και αντικρίζει μπροστά της ό,τι φοβόταν περισσότερο.
Όλα έχουν την τιμή τους τελικά. Ακόμα και οι μεγαλύτερες αξίες.