«Τόσες στάχτες γύρω της δεν είχε ξαναδεί. Θα μπορούσε να φτιάξει τόσες γκρι πεταλούδες από αυτήν την καταστροφή. Να τους δώσει ο,τι χρώματα ήθελε και να ξεκινήσει η ζωή ξανά μέσα από αυτές.
Αντ’ αυτού, στεκόταν εκεί αμίλητη και δεν ονειρευόταν πια. Ούτε σκεφτόταν. Ούτε ένιωθε.
Δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά αυτό.
Σταματημένο το μυαλό στο χρόνο, να περιμένει τον άνεμο να φυσήξει για να πάρει όλες τις στάχτες μακρυά της.
Θα τις έπαιρνε όμως;
Οι επιλογές της ήταν περιορισμένες και σίγουρα όχι αυτές που θα ‘θελε.
Ή θα τις απομάκρυνε μόνη της και θα λέρωνε τα όμορφα, λευκά της χέρια ή θα περίμενε το φύσημα του ανέμου να σκορπίσει τη στάχτη εδώ κι εκεί, ακόμα και πάνω στο γαλάζιο φόρεμά της.
Και όσο δεν τολμούσε να διαλέξει, τόσο ο χρόνος κύλαγε μπροστά της. Τόσο η αδράνεια βίαζε το μυαλό της.
Και η μέρα που θα μετάνιωνε που δεν τόλμησε να δοκιμάσει, πλησίαζε.
Και τότε όχι μόνο θα λέρωνε το όμορφο, γαλάζιο φόρεμά της, αλλά δεν θα είχε τη δύναμη να το κάνει πάλι να αστράφτει όπως πριν.
Αλλά τότε οι ευκαιρίες θα είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί. Μαζί με τις γκρι στάχτες που πεταλούδες θα μπορούσανε να γίνουν και χίλια χρώματα να πάρουν απ’ τα όνειρα που δεν τόλμησε να σώσει.»
Γι αυτό μικρή μου, αγαπημένη, φύγε… Και μην κοιτάξεις πίσω.
Μπροστά είναι η ζωή που ψάχνεις, η ζωή που να ζήσεις λαχταράς.
Εγώ κοντά σου θα ‘μαι…