Μια εικόνα γυρνάει στο μυαλό του κάθε φορά που τη συναντά. Μια εικόνα που στάζει κόκκινο.
Κλείνει τα μάτια του προσπαθόντας να αποφύγει όλα όσα δεν θέλει να βλέπει, αλλά η μυρωδιά τους τον οδηγούν σε αναφιλητά που δεν μπορεί να σταματήσει. Για ώρα.
Μέχρι που τα μάτια του ανοίγει για να δει τί ήταν ό,τι έχανε τις ώρες που τα δάκρυα είχαν μουσκέψει τα μαύρα του γάντια. Αυτά τα παλιά, σκισμένα, αγαπημένα του γάντια, με το κεντητό μονόγραμμα κάποιου αγνώστου, που τα ‘χε βρει πριν από χρόνια στον αγαπημένο του κάδο σκουπιδιών. Εκεί που ανακάλυπτε κάθε ξημέρωμα τους θησαυρούς του.
Αφήνει τις λέξεις να βγουν από τα χείλη του. Γιατί αν δεν το κάνει τώρα, ίσως να μην υπάρχει άλλη ζωή.
Παραμιλά πιο δυνατά από ότι συνήθως και προχωρά. Όλο και πιο γρήγορα. Ελπίζοντας πως θα προλάβει αυτήν τη φορά. Σχεδόν τρέχει. Όσπου σκοντάφτοντας πάνω σε μια, νεκρή από αιώνες, πέτρα διαπιστώνει πως τα σκουριασμένα του παπούτσια δεν θ’ αντέξουν όλη τη διαδρομή μέχρι το θάνατο.
Γιατί να είναι τόσο μακρυά; Γιατί, όσο κι αν μοιάζει πως ζυγώνει, όλο απομακρύνεται; Τον έχει κουράσει να προσπαθεί για κάτι που δεν θα του δώσει την ανάσα που έχασε όταν γεννήθηκε. Αν και δεν είναι σίγουρος αν έγινε ποτέ…
Ίσως και όλα αυτά να είναι ένα απύθμενο όνειρο μιας Κυριακάτικης νύχτας, λίγο πριν μπει η Άνοιξη…
[dewplayer:http://dl.dropbox.com/u/5317863/Music/Bohren%20%26%20Der%20Club%20Of%20Gore%20-%2002%20On%20Demon%20Wings.mp3]
«Bohren & Der Club Of Gore – On Demon Wings»